ἱματιοφύλαξ

ἱματιοφύλαξ
ἱμᾰτιο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, , ,
A keeper of the wardrobe, LXX 4 Ki.22.14:—in form [pref] εἱματο-, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιματιοφύλαξ — ἱματιοφύλαξ, ακος ὁ (ΑΜ) μσν. φύλακας και επιμελητής τών στολών τού αυτοκράτορα αρχ. (κυρίως στον ναό) φύλακας και επιμελητής ιματίων …   Dictionary of Greek

  • ἱματιοφύλακα — ἱματιοφύλαξ keeper of the wardrobe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιοφύλακες — ἱματιοφύλαξ keeper of the wardrobe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιοφύλακος — ἱματιοφύλαξ keeper of the wardrobe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιματιοφυλακώ — ἱματιοφυλακῶ, έω (Α) [ιματιοφύλαξ] είμαι ιματιοφύλαξ* …   Dictionary of Greek

  • ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏՄՈՒՃԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0616 Chronological Sequence: Early classical գ. ἰματιοφύλαξ vestium custos. Վերակացու պատմուճանաց. հանդերձապետ. *Առ Ողդա մարգարէ կին սելլովմայ՝ որդւոյ Թեկուայ որդւոյ արասայ պատմուճակի. ՟Դ. Թագ. ՟Ի՟Բ. 14: ՏՈՒՆ կամ ՎԱՆՔ ՊԱՏՄՈՒՃԱԿԱՑ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”